Κλόβις

Κλόβις
(Παρίσι 466 – 511 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (481-511). Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Χιλδέριχο A’, και κατέλαβε τη βόρεια Γαλατία στην ηγεμονία των Σαλίων. Με τη νίκη του επί του Ρωμαίου Συάγριου στη Σουασόν (486), την επέκταση κατά μήκος του Σηκουάνα και του Λίγηρα και την κατάληψη των βησιγοτθικών εδαφών, βόρεια των Πυρηναίων, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την πολιτική ένωση της Γαλατίας. Το 496, μετά τη νίκη του επί των Αλαμανών, προσχώρησε στον χριστιανισμό με την επίδραση της συζύγου του, Κλοτίλδης. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλη σημασία. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να εξαλείψει τη θρησκευτική διχόνοια μεταξύ των Φράγκων και των γαλατορωμαϊκών χριστιανικών πληθυσμών. Έτσι δημιούργησε έναν ανθεκτικό στον χρόνο δεσμό μεταξύ των δύο λαών και προσέδωσε μεγαλύτερη σταθερότητα και συνοχή στο νεοσύστατο βασίλειό του. Έζησε τα τελευταία χρόνια του στο Παρίσι, το οποίο επέλεξε ως πρωτεύουσά του. Η πολιτική και διοικητική οργάνωση του βασιλείου του Κ. συνετέλεσε στη γέννηση του φεουδαρχικού συστήματος: καθιέρωσε την κληρονομικότητα του βασιλικού τίτλου και τους κανόνες του σαλίου δικαίου, δημιούργησε το δικαστικό αξίωμα του κόμη, καθιέρωσε την αρμοδιότητα του βασιλιά στον διορισμό των επισκόπων και καθόρισε τα δικαιώματά του επί των εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών. Ο Κ. υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Μεροβιγγείων. Η βάφτιση του Φράγκου βασιλιά Κλόβις, σε τάπητα του 16oυ αι. (Moυσείο της Ρενς, Γαλλία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κλοθάριος — Όνομα τεσσάρων Φράγκων ηγεμόνων. 1. Κ. Α’ (497 – 561 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (511 561). Ήταν ο νεότερος γιος του Κλόβις και της Κλοτίλδης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του μοιράστηκε το φραγκικό κράτος με τους άλλους τρεις αδελφούς του.… …   Dictionary of Greek

  • Μεροβίγγειοι — (Merovingiens). Η πρώτη χρονικά βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, η οποία παρέμεινε στην εξουσία της χώρας από τον 5o αι. μ.Χ. έως τα μέσα του 8ου αι. μ.Χ. (752). Οι Μ. αποτελούσαν τους ηγέτες των Σαλίων Γάλλων. Το όνομά τους προέρχεται από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Κλοτίλδη — (Clotilde, περ. 475 – 545). Βουργουνδή ηγεμονίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν γυναίκα του Κλόβις A’, τον οποίο προσηλύτισε στον καθολικισμό και, μετά τον θάνατό του, αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Ο πάπας Πελάγιος την ανακήρυξε αγία και… …   Dictionary of Greek

  • Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… …   Dictionary of Greek

  • Πουατιέ — (Poitiers). Πόλη της δυτικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Κλεν. Είναι πρωτεύουσα του νομού Βιεν. Το Π. είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της Γαλλίας. Ιδρύθηκε από τους Γαλάτες. Από τον 9o μέχρι τον 18o αι. ήταν πρωτεύουσα της κομητείας και… …   Dictionary of Greek

  • Ρενς — (Reims). Πόλη της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Μάρνη, γνωστή για τον καθεδρικό της ναό (1211 1480), ένα από τα ωραιότερα δείγματα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού. Βρίσκεται στην Καμπανία, στη δεξιά όχθη του Βελ, και πάνω στην πλωτή διώρυγα Μάρνη Eν. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”